- παιδεραστία
- Έρωτας ενηλίκου ανδρός προς ανήλικο άτομο. Η π. είναι γνωστή από την αρχαιότητα με την έννοια όμως του έρωτα ενός άνδρα για ανήλικο αγόρι. Οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, οι Τυρρηνοί, οι Κέλτες, οι Ιάπωνες και οι Κινέζοι καλλιέργησαν ιδιαίτερα την π., χωρίς καμιά προσπάθεια να την αποκρύψουν. Γενικά, όλοι οι ανατολικοί λαοί επιδίδονταν στην αρχαιότητα στην π. Η Παλαιά Διαθήκη στιγματίζει ωστόσο την π., παρά το γεγονός ότι, όπως φαίνεται από την περίπτωση στα Σόδομα, ήταν πολύ διαδεδομένη και στην Παλαιστίνη.
Στην αρχαία Ελλάδα η π. θεωρήθηκε φυσικό πάθος, ωφέλιμον διά τε τούς ερώντας και τους ερωμένους. Οι ποιητές και οι φιλόσοφοι της αρχαίας Ελλάδας ύμνησαν την π. Ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο και στον Φαίδρο υπεραμύνεται της π., που τη θεωρεί παράγοντα αγωγής και δημιουργίας τέλειου ανθρώπου. Τη μεγαλύτερη διάδοση είχε η π. στους Δωριείς, οι οποίοι τη θεωρούσαν βάση της πολεμικής ανατροφής των νέων. Θεωρούσαν μάλιστα αληθινό αίσχος, αν ένα αγόρι δεν είχε εισπνήλα (εραστή) ή ένας ώριμος άντρας δεν είχε αΐτα (νεαρό ερωμένο).
Αργότερα η π. ταυτίστηκε με την έκλυση των ηθών, κυρίως από τα χρόνια των Ρωμαίων. Στην αρχαία Ρώμη η π. ήταν γνωστή με τη σαρκική της μορφή από τους Τυρρηνούς και τους Κέλτες, και στους αυτοκρατορικούς χρόνους, μεγάλοι άντρες και διάσημοι αυτοκράτορες ήταν γνωστοί ως κίναιδοι και παιδεραστές. Ο χριστιανισμός πολέμησε ιδιαίτερα την π. και τη θεώρησε σοβαρότατο αμάρτημα.
Στα χρόνια μας η π. περιορίζεται ως ανεκτός θεσμός σε μερικές περιοχές, κυρίως της Άπω Ανατολής. Στα περισσότερα κράτη διώκεται από τον ποινικό νόμο. Φαινόμενο της εποχής μας είναι επίσης η π. μέσω του Διαδικτύου (Internet), για την οποία γίνονται παγκοσμίως προσπάθειες εξάληψής της και η οποία επίσης όταν εντοπιστεί διώκεται ποινικά.
* * *η (Α παιδεραστία) [παιδεραστής]η ερωτική σχέση ώριμου άνδρα προς νεαρό, πρωτίστως έφηβονεοελλ.(νομ.) αποπλάνηση ανηλίκου.
Dictionary of Greek. 2013.